Στό μικρό μας τό χωριό στήν Δοϊράνη, κάθε οἰκογένεια εἶχε 2-3 ἀγελάδες, 10-15 κοτοῦλες, 1-2 προβατάκια ἤκατσικάκια καί 1-2 γουρουνάκια.
Ἑπτά ἡ ὥρα
τό πρωΐ, ὅλες τίς ἀγελάδες τίς ἔπαιρνε ὁ τσοπάνος ὁ κυρ-Ἀνέστης καί τίς
πήγαινε στή βοσκή. Τό βράδυ εἴχαμε φεσκότατο γάλα.
Τρώγαμε αὐγά ἐλευθέρας βοσκῆς καί κάποτε-κάποτε ἡμάνας μας, ἔσφαζε καί μιά κοτούλα.
Τρώγαμε γριβάδια, πρικιά καί γουλιανούς ἀπό τήν λίμνη μας.
Μέ τό κάρο ὁ πατέρας μου πήγαινε στά γύρω χωριά καί πουλοῦσε ψάρια.
Ὅταν οἱ νοικοκυρές δέν εἶχαν χρήματα, τοῦ ἔδιναν ἀλεύρι ἤ σιτάρι ἤ ὅ,τι ἄλλο εἶχαν.
Οἱ μητέρες τοῦ χωριοῦ ζύμωναν στήν σκάφη τό ἀλεύρι, τό ψήνανε στούς χωριάτικους φούρνους καί τρώγαμε ἁγνό...Η συνέχεια εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου